- αμφίθρεπτος
- ἀμφίθρεπτος, -ον (Α) [τρέφω](για το αίμα) αυτός που έχει πήξει γύρω από ένα τραύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + θρεπτός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφίθρεπτον — ἀμφίθρεπτος clotted round masc/fem acc sg ἀμφίθρεπτος clotted round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek